- ἐξαδέλφου
- ἐξάδελφοςcousin-germanmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ζάππας — Όνομα οικογένειας αγωνιστών και εθνικών ευεργετών από τη Βόρεια Ήπειρο. 1. Ευάγγελος (Λάμποβο, Βόρεια Ήπειρος 1800 – Μπροστένι, Ρουμανία 1865). Καταγόταν από οικογένεια εμπόρου, αλλά από 13 ετών κατατάχθηκε στον στρατό του Αλή πασά. Όταν έγινε 20 … Dictionary of Greek
ανεψιαδή — ἀνεψιαδῆ, η (Α) η κόρη πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης … Dictionary of Greek
ανεψιαδούς — ἀνεψιαδοῡς, ο (Α) ο γιος πρώτου εξαδέλφου ή εξαδέλφης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεψιά + (μεθομηρική κατάλ.) ιδούς, που εμπεριέχει την έννοια της εξάρτησης, του υποκορισμού ( ιδ ) και το χαρακτηριστικό των πατρωνυμικών. Τα ονόματα με την κατάλ. ιδούς… … Dictionary of Greek
ανεψιός — και ανιψιός, ο (θηλ. ανεψιά) (AM ἀνεψιός) ο γιος αδελφού ή εξαδέλφου αρχ. μσν. εξάδελφος, κυρίως ο πρώτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Τ. της ΙΕ που δήλωνε την έμμεση συγγένεια (μέσω γυναικών). Σ αυτό οφείλονται οι σημασιολογικές του αποχρώσεις μεταξύ των εννοιών… … Dictionary of Greek
δισεξάδελφος — ο (θηλ. δισεξαδέλφη, η) το παιδί τού πρώτου εξαδέλφου, δεύτερος ξάδελφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < δισ (βλ. δις) + εξάδελφος] … Dictionary of Greek
ευδοκία — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Η οσιομάρτυρας, η εκ Σαμαρειτών. Έζησε επί Τραϊανού και ήταν πόρνη. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό. Η μνήμη της τιμάται την 1η Μαρτίου. 2. Η μάρτυς. Καταγόταν από την Ανατολή και αιχμαλωτίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
θεία — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ουρανού και της Γης, μητέρα του Ηλίου και της Σελήνης. Μαζί με τον αδελφό της και αργότερα σύζυγό της Υπερίωνα, ήταν ένα από τα τρία ζεύγη που προσωποποιούσαν τη δύναμη των βασικών στοιχείων της φύσης. * * * και… … Dictionary of Greek
ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… … Dictionary of Greek
λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ … Dictionary of Greek
μακρινός — (Marcus Opellius Severus Macrinus, 164 – Βιθυνία 218 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (217 218), μαυριτανικής καταγωγής. Το 212 έγινε έπαρχος. Λέγεται ότι οργάνωσε τη δολοφονία του Καρακάλλα (217), γεγονός που επαληθεύεται και από την ανακήρυξή του σε … Dictionary of Greek